- ιερίτις
- ἱερῑτις, -ιδος, ἡ (Α)[ιερός]η ικέτις, αυτή που έχει ανάγκη καθαρμού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἱερῖτιν — ἱερῖτις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιερείτις — ἱερεῑτις, ἡ (Α) η ιερίτις* … Dictionary of Greek
ιερός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ ἱερός, ά, όν και ἱερός, όν, Α ιων. και ποιητ. τ. ἱρός, ή, όν, δωρ. τ. ἱαρός, αιολ. τ. ἶρος και ἴαρος) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό ή στη λατρεία του και γενικά στη θρησκεία, άγιος, όσιος (α. «ιερό ευαγγέλιο» β.… … Dictionary of Greek